προθυμοποιός

προθυμοποιός
-ον, Α
αυτός που ενθαρρύνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθυμος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προθυμοποιΐα — ἡ, Α [προθυμοποιός] ενθάρρυνση …   Dictionary of Greek

  • προθυμοποιούμαι — προθυμοποιοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [προθυμοποιός] νεοελλ. προσφέρομαι πρόθυμα, δείχνω προθυμία μσν. ενεργ. προθυμοποιῶ, έω ενθαρρύνω αρχ. ενθαρρύνω («πολλοὺς καὶ τῶν ἄλλων προεθυμοποιοῡντο εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας κινδύνους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”